- ανάμβατος
- ἀνάμβατος, -ον (Α)(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τόν ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].
Dictionary of Greek. 2013.